- γρουσουζιά
- ηβλ. γουρσουζιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναποδιά — η 1. εξέλιξη μιας υποθέσεως αντίθετη προς την επιθυμία κάποιου, ατυχία, κακοτυχία, αντιξοότητα 2. απρόβλεπτο εμπόδιο, κώλυμα 3. κακός οιωνός, γρουσουζιά 4. κακοί τρόποι συμπεριφοράς, δυστροπία, ιδιοτροπία 5. (για παιδιά) αταξία, ζωηρότητα,… … Dictionary of Greek
ανασβολιάζω — [ανασβολιά] πάω άσχημα, αναποδιάζω, έχω γρουσουζιά «η δουλειά ανασβολιάζει» … Dictionary of Greek
γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… … Dictionary of Greek
γουρσουζιά — η βλ. γρουσουζιά … Dictionary of Greek
γρουσούζικος — και γουρσούζικος, η, ο αυτός που φέρνει γρουσουζιά στους άλλους … Dictionary of Greek
κακοριζικιά — και κακορ[ρ]ιζικιά η (Μ κακορ(ρ)ιζικιά) [κακορ(ρ)ίζικος] ατυχία, δυστυχία, γρουσουζιά, αθλιότητα, μιζέρια νεοελλ. στρυφνότητα χαρακτήρα, δυστροπία, ιδιοτροπία μσν. κακούργημα … Dictionary of Greek
κακοσημαδιά — η 1. κακό σημάδι, κακός οιωνός 2. ατυχία, αναποδιά, γρουσουζιά … Dictionary of Greek
κατσιποδιά — η 1. ατυχία, κακοτυχία, γρουσουζιά 2. δυστροπία, ιδιοτροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατσικο ποδιά με συγκοπή τής συλλαβής κο . Κατ άλλους < ἀσυμποδιά] … Dictionary of Greek
μαγκουφιά — η 1. η ιδιότητα τού μαγκούφη, το να ζει κάποιος μόνος 2. το να είναι κάποιος αποτυχημένος, ανεπρόκοπος 3. κακομοιριά, κακοριζικιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκούφης + κατάλ. ιά (πρβλ. γρουσουζιά, γυφτ ιά)] … Dictionary of Greek
Άντερσεν, Τρίκβε — (Τryggve Andersen, 1866 – 1920). Νορβηγός συγγραφέας. Ηγετική μορφή του νορβηγικού νεορομαντισμού, μελέτησε με πάθος τη νορβηγική εθνική παράδοση και αντιτάχθηκε με σφοδρότητα στον διανοητικισμό του νατουραλισμού, αντιπαρατάσσοντας τις αξίες του… … Dictionary of Greek